- θηλύκωμα
- το, -ατος1. κούμπωμα πόρπης.2. ταίριασμα δύο ξύλων στην κατασκευή επίπλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θηλύκωμα — το [θηλυκώνω] 1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων τού ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα 2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών τού άκρου τής μιας σε αντίστοιχα… … Dictionary of Greek
θηλυκωτήρι — και θηλυκωτάρι, το [θηλυκώνω] 1. πόρπη γυναικείων ρούχων 2. όργανο με το οποίο γίνεται το κούμπωμα, το θηλύκωμα τών παπουτσιών, κουμπωτήρι … Dictionary of Greek
θηλυκώνω — 1. κουμπώνω 2. (για ρούχα) συνδέω τα δύο αντίστοιχα μπροστινά άκρα βάζοντας στις θηλειές τού ενός τα κουμπιά ή τις αγκιστρώδεις πόρπες τού άλλου 3. (για θύρες ή παράθυρα) κάνω θηλύκωμα, ταιριάζω τους ρεζέδες 4. περιτυλίγω κάτι με ύφασμα ή χαρτί κ … Dictionary of Greek
κόπιτσα — και κόπτσα, η μικρή πόρπη, θηλύκωμα, που αποτελείται από δύο τμήματα («αρσενική κόπιτσα θηλυκή κόπιτσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kopca] … Dictionary of Greek
σούστα — Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα… … Dictionary of Greek
κούμπωμα — το, ατος σύνδεση με το κουμπί, θηλύκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)